Του Χρήστου Γκουνέλα
Θεολόγου
Ένα από τα θέματα που
έρχεται και ξανάρχεται στην επικαιρότητα όλο και πιο πυκνά πλέον είναι η σχέση
Εκκλησίας και Έθνους στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια σχέση που μας έρχεται από
πολύ παλιά, από τότε που Αυτοκράτορες του Βυζαντίου χρησιμοποιούσαν και τη
χριστιανική πίστη για να ενώνουν (συνήθως) την Αυτοκρατορία. Η σχέση εισήλθε σε
νέα φάση όταν - ένεκα ιστορικής ανάγκης - η Εκκλησία κλήθηκε να διαδραματίσει εθναρχικό
ρόλο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Ωστόσο, με τη
δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους (και άλλων εθνικών κρατών στην Ευρώπη) η
σχέση των δύο θεσμών, Εκκλησίας και Έθνους, συνεχίστηκε σε διάφορα επίπεδα και
με πολλούς τρόπους έως και σήμερα και για πολλά ακόμη χρόνια. Τίθεται όμως το
ερώτημα για το αν ο ένας Χριστός και η μία Εκκλησία Του εγκλωβίζεται σε έθνη,
κράτη, φυλές κλπ.
Η απάντηση ασφαλώς δόθηκε ήδη από τα πρώτα
χρόνια (και στα κατοπινά) ύπαρξης της Εκκλησίας, όταν ο απόστολος Παύλος κήρυξε
στην τότε Οικουμένη τον Χριστό. Όχι λοιπόν, ο Χριστός δεν μπορεί να εγκλωβιστεί
ή να «διαμελισθεί». Μπορεί να ενώσει ένα έθνος ο Χριστός (σαρκούμενος
ποικιλότροπα), τη στιγμή όμως που ταυτόχρονα (βάσει της διφυσιτικής ορθόδοξης
σχοινοβασίας) θα το ενώνει και με όλα τα υπόλοιπα και δεν θα χρησιμοποιείται το
όνομά Του για να χωριστεί το ένα έθνος από το άλλο (υπάρχει, βεβαίως, ιστορικά
και η εκδοχή να χρησιμοποιούν το όνομα του Χριστού πολλά έθνη ταυτόχρονα και για
ιδίους λόγους το καθένα!). Ο Χριστός όμως είναι Αυτός που, κατά την πίστη της
Εκκλησίας, συνέχει όλη την κτίση, όλα τα έθνη, όλα τα κράτη: είναι ο Δημιουργός
Λόγος.
Η χρήση, λοιπόν, της
Εκκλησίας και του ονόματος του Χριστού εκ μέρους των εκάστοτε πολιτικών
ηγεσιών (πολλές φορές με την ανοχή κλήρου και λαού) για διαφόρους πολιτικούς ή άλλους λόγους (οι οποίοι θα χωρίζουν και δεν θα ενώνουν) είναι αδύνατον να βρει έρεισμα στη διδασκαλία και ειδικότερα στην εκκλησιολογία της χριστιανικής πίστης. Πρόκειται για θέματα γνωστά και λυμένα εδώ και αιώνες από την Εκκλησία. Ο Χριστός βρίσκεται (και είναι ανάγκη να βρίσκεται σαρκούμενος, θυσιαζόμενος και αναστημένος) μέσα, αλλά και πάνω από έθνη, πατρίδες, φυλές, ιδεολογίες και ό,τι άλλο διαιρεί αυτόν τον κόσμο, ο οποίος (ενν. κόσμος) είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα κρίνει ενίοτε αυστηρά την Εκκλησία, διότι, ίσως, διαβλέπει και προσβλέπει μόνο σε αυτήν τελικά, την δυνατότητα της μεταμόρφωσής του και της σωτηρίας του.
ηγεσιών (πολλές φορές με την ανοχή κλήρου και λαού) για διαφόρους πολιτικούς ή άλλους λόγους (οι οποίοι θα χωρίζουν και δεν θα ενώνουν) είναι αδύνατον να βρει έρεισμα στη διδασκαλία και ειδικότερα στην εκκλησιολογία της χριστιανικής πίστης. Πρόκειται για θέματα γνωστά και λυμένα εδώ και αιώνες από την Εκκλησία. Ο Χριστός βρίσκεται (και είναι ανάγκη να βρίσκεται σαρκούμενος, θυσιαζόμενος και αναστημένος) μέσα, αλλά και πάνω από έθνη, πατρίδες, φυλές, ιδεολογίες και ό,τι άλλο διαιρεί αυτόν τον κόσμο, ο οποίος (ενν. κόσμος) είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα κρίνει ενίοτε αυστηρά την Εκκλησία, διότι, ίσως, διαβλέπει και προσβλέπει μόνο σε αυτήν τελικά, την δυνατότητα της μεταμόρφωσής του και της σωτηρίας του.
Τον τελευταίο καιρό
καλλιεργείται στη χώρα μας, δυστυχώς, κλίμα πόλωσης με εκατέρωθεν δηλώσεις
πολιτικών και εκκλησιαστικών ηγετών. Η σχετικά πρόσφατη πολιτική ρίζα του
προβλήματος φύεται, εν πολλοίς νομίζουμε, την περίοδο της επταετίας. Τότε που
ως γνωστόν καταλύθηκε η δημοκρατία και ένα μέρος της εκκλησιαστικής ηγεσίας
είτε ανέχτηκε είτε συνέπλευσε με το δικτατορικό καθεστώς πιστεύοντας, ίσως, στο
πλαίσιο της διαχρονικής συνεργασίας Κράτους και Εκκλησίας. Ο Χριστός όμως,
θεωρούμε, πως ψευδοσαρκώθηκε πολιτικά αυτήν την περίοδο μέσα από συνθήματα του
καθεστώτος - οι χριστιανοί δεν (χρειάζεται να) έχουν συνθήματα, αλλά τρόπο ζωής
- τα οποία, δυστυχώς, ανέχθηκε εν πολλοίς ο κλήρος και ο λαός. Για το γεγονός
αυτό, σαφώς, δεν φταίει ο Χριστός και η πίστη στο πρόσωπό Του. Ας ξεχωριστούν
κάποτε αυτά.
Η αντίδραση της
πλειοψηφίας πολιτών εκείνης της εποχής απέναντι στη δικτατορία δεν είχε αναφορά
στο πρόσωπο του Χριστού – καίτοι βαπτισμένα μέλη της Εκκλησίας - γι’ αυτό
φρονούμε πως δεν μπορεί να ενταχθεί στη «συνειδητή» αντίδραση της
Εκκλησίας. Ωστόσο, ασφαλώς, υπήρξε και
μεγάλο μέρος του κλήρου και πιστών της Εκκλησίας το οποίο αντέδρασε σθεναρά στο
καθεστώς με αναφορά στον Χριστό φτάνοντας μάλιστα να υποστεί πολυποίκιλες
διώξεις.
Κάποιοι σύγχρονοι
πολιτικοί, συγκεκριμένης ιδεολογίας, φαίνεται να λησμονούν (;) τους
διαχρονικούς αγώνες κληρικών και ανθρώπων της Εκκλησίας, αλλά και ειδικότερα
τους αγώνες ενάντια στη δικτατορία, εμμένοντας για ποικίλους λόγους στη μια
πλευρά, αυτήν της ανοχής ή της σύμπλευσης. Λησμονούν, ασφαλώς, και την ύπαρξη
πολιτικών – από όλους τους χώρους – οι οποίοι «εξαργύρωσαν» ποικιλότροπα τους
μικρούς ή μεγάλους –κάποτε- αγώνες τους. Με αφετηρία, λοιπόν, τα πολιτικά και
ιδεολογικά πάθη του παρελθόντος (τα οποία είναι ανάγκη να τα θυμόμαστε μόνο για
να τα αποφεύγουμε και όχι για να τα ξαναζούμε) αυτοί οι πολιτικοί εμφανίζονται
ως όψιμοι «διαφωτιστές» του ελληνικού λαού. Αγνοούν, όμως, πως ο διαφωτισμός
στην Ευρώπη με τα άθεα και αντικληρικαλιστικά – ανάμεσα σε άλλα - προτάγματά
του, θεωρείται ήδη ξεπερασμένος από πολλούς και πλέον
έχει ανάγκη επαναδιαφωτισμού.
Από την άλλη πλευρά, βρίσκονται
άλλοι πολιτικοί, διαφόρων χώρων, οι οποίοι εμφανίζονται ως έτοιμοι από καιρό να
υπερασπισθούν την πίστη και την πατρίδα. Οι συγκεκριμένοι λησμονούν, ίσως, ότι
τουλάχιστον το σώμα της Εκκλησίας δεν είχε ποτέ ανάγκη από αυτόκλητους
υπερασπιστές με θολά κριτήρια, συνήθως, και αδιόρατους σκοπούς. Σε ό,τι αφορά
δε την πατρίδα υπενθυμίζουμε απλά ότι όποτε χρειάστηκε την υπερασπίστηκε σε όλα
τα επίπεδα πρώτα από όλα ο ίδιος ο λαός της.
Πιστεύουμε τελικά πως
θα ήταν άδικο να εγκλωβιστεί η Εκκλησία στον μονοφυσιτικό ρόλο του ακοίμητου
φύλακα της πατρώας παράδοσης και εκ των πραγμάτων να περιπέσει σε στατικότητα
τη στιγμή που ο κόσμος και η ιστορία αλλάζει συνεχώς. Η συρρίκνωση της
ελευθερίας προσώπων και λαών ένεκα του τρόπου λειτουργίας της παγκόσμιας
οικονομίας και της τεχνολογίας δεν θα πρέπει να οδηγήσει την Εκκλησία σε αυτάρκη
αναδίπλωση. Αντίθετα, η συνεχής δυναμική εκδίπλωσή της μέσα από την σταυροαναστάσιμη
πράξη της (που θα την διακρίνει από τον
«Καίσαρα» και τον κόσμο χωρίς να την καθιστά απόκοσμη) κρίνεται αναγκαία.
Η Εκκλησία έχει τον
τρόπο να μην εγκλωβίζεται μονοδιάστατα στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον αφού
μέσα από τη θεία Ευχαριστία συμπυκνώνει όλες τις διαστάσεις του χρόνου, αλλά
και του τόπου. Και όσο η Εκκλησία τελεί και θα τελεί τη θεία Λειτουργία και όσο
έχει και θα έχει έως τα έσχατα, Κεφαλή της τον Χριστό, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.
Πολλοί πέρασαν, πολλά είπαν και πολλά (ή λίγα) έκαναν, όμως το ταξίδι της
Εκκλησίας συνεχίζεται. Το καράβι της Εκκλησίας μπορεί να κλυδωνίζεται μέσα στα
κύματα της ιστορίας (την οποία έχει καθήκον η Εκκλησία να επηρεάζει θετικά), η
πυξίδα του όμως δείχνει (ή είναι ανάγκη να δείχνει) προφητικά το Πρόσωπο του
Χριστού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου