Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

76 Πρωτοχρονιές, νοσταλγία, μνήμες και σκέψεις γενεθλίων και ζωής


Άποψη του χωριού μου Κρανιά Ελασσόνας, στη δεκαετία του 1960. Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και το μεγάλο δημοτικό σχολείο όπου φοίτησα (1951-1957).

Από τον Χρίστο Ζαφείρη συνταξιούχο δημοσιογράφο, φιλόλογο,

Την Πρωτοχρονιά του 1945, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, μ’ έφερε η μάνα μου στον κόσμο. Ήμουν το τέταρτο από τα εφτά παιδιά της, που επιβιώσαμε όλα παρά τις ταλαιπωρίες εκείνων των χρόνων ως πρόσφατα που έκοψε τον κρίκο της αλυσίδας μια αδερφή μας. Με γέννησε χωρίς μαμή, με τη βοήθεια μόνο της μάνας της, της αγαπημένης μου γιαγιάς Κατίνας (της ‘μάνας της τρανής’, όπως την φωνάζαμε). Ήταν μια φυσιολογική γέννα, όπως γεννήθηκαν τα νεογέννητα αρνάκια που βέλαζαν δίπλα της στο μαντρί. Όταν την έπιασαν οι πόνοι, ο πατέρας μου πήρε το μουλάρι και πήγε να φέρει την πρακτική μαμή, την Αμπατζού, που έμεινε κι αυτή σε στάνη στην άλλη πλευρά του βουνού. Τα πολλά χιόνια όμως, που είχαν κλείσει με ανεμοσούρια το μονοπάτι, τον ανάγκασαν να επιστρέψει άπραγος.


Γενέθλιος τόπος ένα πετρόχτιστο σπίτι στη στάνη μας στα Καγκέλια, στα δάση και τα βουνά, πολλά χιλιόμετρα μακριά από το χωριό, την Κρανιά Ελασσόνας, όπου ξεχειμώνιαζε η οικογένεια με τα γιδοπρόβατα από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Έξω είχε ως το γόνατο χιόνι, η φλόγα από τα κούτσουρα στο μεγάλο τζάκι ζέσταινε και φώτιζε το μονόχωρο σπίτι και μαζί με μένα σε μια περιφραγμένη γωνιά γεννήθηκαν την ίδια νύχτα και τρία αρνάκια, οι πρώτοι οικείοι συνομήλικοί μου. Από το πρωτόγαλα αυτών των προβατίνων μανάδων -την κουλιάστρα- έπινα και γω συμπληρωματικά, γιατί ήμουν φαγανός και δεν χόρταινα από το γάλα της μάνας μου. Στο χωριό με φέρανε αφού σαράντισε η λεχώνα -μάνα μου, γι’ αυτό και στα κοινοτικά κατάστιχα με γράψανε στις 19 Φεβρουαρίου 1945.


Πέτρινη εικόνα του χωριού μου: παλιά πετρόχτιστα σπίτια σε φωτογραφία μου γύρω στα 1960. Με το πρώτο σπίτι, δεξιά, έμοιαζε και το σπίτι όπου γεννήθηκα στο μαντρί. Αυτή η οικοδομική φάση χάθηκε από τη φθορά και την εγκατάλειψη. Σήμερα τα παλιά σπίτια αντικαταστάθηκαν με νέα, χτισμένα με σύγχρονα οικοδομικά υλικά.


Τυπικό εσωτερικό πατόσπιτου, ισόγειου μονόχωρου σπιτιού στην Κρανιά. Έτσι ήταν το σπίτι  όπου γεννήθηκα. Σχέδιο Αργύρη Κούντουρα. 

Δυστυχώς, δεν έχω καμιά φωτογραφία από το κτηνοτροφικό σπίτι όπου πρωταντίκρυσα το φως, ούτε και αργότερα που μεγάλωσα. Κάποια στιγμή, μεγάλος πια, αποφάσισα να πάω να το φωτογραφίσω και να ταυτίσω τις ανάκατες μνήμες μου. Όμως ο νέος κάτοχος του μαντριού με πληροφόρησε ότι το παλιό σπίτι, που ήταν σε μια κατηφοριά, σε μια σάρα με λιανολίθι, γκρεμίστηκε και ξαναστήθηκε με άλλη μορφή και χρήση. Έχω όμως μνήμες και έντονα βιώματα από τα παιδικά μου χρόνια σ΄αυτό το ξεχειμαδιό που έχουν αποτυπωθεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Άλλωστε, στην παιδική μου μνήμη το σπίτι είναι δεμένο με υπερφυσικά φαινόμενα, με άγριες ιστορίες που άκουγα παιδί για κλέφτες, για αντάρτες, για φονικά, λυκοφαγώματα και καλικάντζαρους. Σ΄αυτό το σπίτι ένα βαρυχείμωνο κοιμόταν ο παππούς μου Θόδωρος και ο πατέρας μου, και δεν πήραν χαμπάρι όταν μια μεγάλη αγέλη πεινασμένων λύκων πήδησαν μέσα στο μαντρί και κατασπάραξαν τα σκυλιά και ολόκληρο το κοπάδι με τα νεογέννητα αρνιά και κατσίκια. Μετά το λυκομακελειό το σπίτι έγινε αχυρώνας και οι τσοπαναραίοι μετακόμισαν σε μια καλύβα κοντά στο μαντρί για να έχουν καλύτερο έλεγχο. Στα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι πως το αξιοπερίεργο του σπιτιού ήταν ένα φίδι, μια τεράστια δεντρογαλιά, που ζούσε μέσα στο σπίτι και το βλέπαμε ατάραχοι και διακριτικοί να κόβει βόλτες πάνω στις γρεντιές και να μας βλέπει κι αυτό από πάνω ατάραχο. Ήταν ο «οικουρός όφις», το φίδι του σπιτιού, ένα ιερό ερπετό που δεν το πειράζαμε και συγκατοικούσαμε άφοβα. Τέτοιο στοιχειωμένο σπίτι, βέβαια, δεν ήταν και το πιο ελκυστικό αναμνηστικό σκηνικό για φωτογράφιση.


Στη φωτογραφία το οικογενειακό σπίτι στην Κρανιά, όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια, με τη «μάνα την τρανή» και τη μάνα μου στο μπαλκόνι. Την τράβηξα στα τέλη της δεκαετίας του 1960 με μια φθηνή ρωσική Lubitel, την πρώτη φωτογραφική μηχανή μου. Το σπίτι σχεδόν είχε εγκαταλειφθεί, τρία αδέρφια μετανάστες στην Αυστραλία, τρεις μικρότεροι σπούδαζαν με στερήσεις μακριά από το χωριό, ο παππούς μου τσοπάνος στη Ρούμελη για να μας στέλνει κάποια χρήματα, ο πατέρας πάλευε μόνος του στα πρόβατα και τα χωράφια με βοηθό τη μάνα μου και η γιαγιά νοικοκυρά και φύλακας στο σπίτι…

Γενικά δεν έχω φωτογραφίες από τα παιδικά μου χρόνια. Δεν ήταν συνήθειο, και λόγω της φτώχειας, να μαζεύουμε φωτογραφίες σε επιτοίχια κάδρα ή οικογενεικά λευκώματα, παρόλο που πρωταγωνιστούσα σε σχολικές γιορτές και παρελάσεις και ο Φάφας, ο φωτογράφος του χωριού, έβλεπα ότι μας φωτογράφιζε. Πρώτη φορά που αποτυπώθηκε η μορφή μου σε γνωστή μου φωτογραφία ήταν μια οικογενειακή, βγαλμένη το 1954 από τον επαγγελματία φωτογράφο του χωριού Φάφα (παρατσούκλι του Βασίλη Παπαγιάννη), που τη βάλανε στο βιβλιάριο του Συλλόγου Πολυτέκνων της οικογένειας. Ο πατέρας και η μάνα, σχεδόν νέοι, με μαύρα μαλλιά με τα εφτά παιδιά, δυο αδερφές και πέντε αδερφοί, από τον πρώτο γιο με καπέλο γυμνασίου, τον Λάμπρο, ως το στερνοπαίδι νήπιο, τον Γιώργο.


Οικογενειακή φωτογραφία του 1954 που μπήκε στο οικογενειακό Βιβλιάριο Πολυτέκνων: από αριστερά η Κατίνα, ο Αχιλλέας, η μάνα μας κρατώντας τον Γιώργο, ο Λάμπρος με το γυμνασιακό καπέλο, μπροστά του η Βασιλική, ο πατέρας μας με τον Θόδωρο και δεξιά τελευταίος εγώ σε ηλικία 9 χρόνων.


Ο παππούς μου από τη μάνα μου Θόδωρος Παπαγιάννης – που μου διηγιόταν όταν ήμουν παιδί ιστορίες από τη Θεσσαλονίκη, όπου ήταν στρατιώτης στα χρόνια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου – η γιαγιά μου Κατίνα και η μονάκριβη κόρη τους, η μάνα μου, σε παιδική ηλικία.




Η πολυαγαπημένη μάνα μας Ευαγγελή στην αυλή του σπιτιού στην Κρανιά. Ήταν μοναχοκόρη και «γέμισε το σπίτι» με εφτά παιδιά. Πέθανε σε ηλικία 96 χρόνων έχοντας το μνημονικό της ζωντανό και την αγαθή τύχη να δει πολλά εγγόνια και δισέγγονα.

Ανασκόπηση της ξοδεμένης ζωής

Τα γενέθλιά μου συμπίπτουν με μια σημαδιακή μέρα στην οποία «κάνουν ταμείο» για θετικά κι αρνητικά οι άνθρωποι, οι πολιτικοί, ο κόσμος. Έτσι μεγαλώνοντας, από νωρίς μπήκα και γω στο παιχνίδι αποτίμησης της ξοδεμένης ζωής. Στο κλείσιμο του «βιβλίου πεπραγμένων» του ημερολογιακού έτους. Ζούσα πιο έντονα τους απολογισμούς, ξεκοκάλιζα τις πρωτοχρονιάτικες ανασκοπήσεις των εφημερίδων, διάβαζα τα διαγγέλματα των πολιτικών αρχηγών «επί τω νέω έτει». Συνειδητοποιούσα έτσι στην ταυτάριθμη μέρα των γενεθλίων μου και της νέας χρονιάς τις μακρόσυρτες αλλαγές αλλά και τις ραγδαίες εξελίξεις. Από το φάσμα της εμπόλεμης δεκαετίας του 1940, της πείνας, του εμφυλίου και της μετανάστευσης, ως τον παρόντα καιρό ο τόπος μεταμορφώθηκε. Μπήκε στην ελίτ της Ευρώπης, ζήσαμε μετά τη χούντα την καλύτερη δημοκρατία από γενέσεως ελληνικού κράτους, οι γενιές του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα μορφώθηκαν καλύτερα, έζησαν ειρηνικά και δεν έχασαν παιδιά και συγγενείς σε πόλεμο.


Αναμνηστική φωτογραφία μπροστά στο πατρικό σπίτι στην Κρανιά, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, στο βάθος συννεφιασμένος ο Όλυμπος. Από αριστερά, ο οικογενειακός φίλος Αργύρης Κούντουρας από την Κοζάνη, ο πατέρας μου Νίκος, ο αδερφός μου Θόδωρος, η μάνα μου, ο αδερφός μου Γιώργος, η γιαγιά μου Αικατερίνη, η αδελφή μου Βασιλική, ο αδερφός μου Αχιλλέας, η γυναίκα του Ελένη κι ένας συγγενής. Λείπουν από τη φωτογραφία τα αδέρφια μου Λάμπρος και Κατίνα, που ήταν στην Αυστραλία. Εγώ ήμουν ο φωτογράφος.

Όμως η χωρίς θεμέλια ανάπτυξη και η τεχνητή ευμάρεια έφεραν πολλά στραβά. Χάλασε ο δομημένος τόπος και η λαϊκή παράδοση, ήρθαν τα πάνω κάτω στον χαρακτήρα των Ελλήνων, μπήκαν σε προτεραιότητα ξένες συνήθειες, ξέμειναν αγκυλώσεις και διαστρεβλώσεις, κυριάρχησε ο προσωπικός οπορτουνισμός και η αδιαφορία για το συνολικό καλό. Μέσα στην καταχρηστική απερισκεψία μας φάγαμε τη μελλοντική ευημερία της χώρας και ξοδέψαμε το μέλλον των νέων γενεών. Στην καμπή της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα έσκασε και η φούσκα του ψεύτικου και δάνειου ευδαιμονισμού μας, η χώρα πτώχευσε ουσιαστικά και τέθηκε υπό διεθνή επιτροπεία που είναι άγνωστο πότε θα λήξουν οι συνέπειές της κρίσης. Ο τόπος πληρώνει όλες τις μονομανίες και τις καταχρήσεις των μεγάλων λόγων και των υψηλών δαπανών από τις πολιτικές ηγεσίες της ευημερούσας περιόδου και της τρέχουσας διακυβέρνησης. Στενοχωριέμαι για τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου, γα τα παιδιά και τα εγγόνια όλου του κόσμου, που δεν φαίνεται να έχουν στη ζωή τους, όπως πάνε τα πράγματα, καλές μέρες…


Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας σημειώνω με στυλό μελάνης: «Ενθύμιον από το βουνό της Ελασσόνας κατά την 25.1.1958. Τάξις Α’ Γυμνασίου. Εγώ (αριστερά) με κάποιον φίλο μου από το Πύθιον Ελασσόνας ονομαζόμενος Χαϊδαλής».

Από την παγωμένη πρωτοχρονιά της γέννησης μου ως τη φετινή, εβδομήντα πέντε γεμάτα χρόνια, άλλαξαν όλα θεαματικά, προς το καλύτερο, ως το τέλος σχεδόν του 20ού αιώνα. Από κει και πέρα, όμως, άρχισε ο κατήφορος με κρίση, πτώχευση, επιτροπεία και κατάθλιψη. Δεν το περίμενα, ούτε στα κακά μου όνειρα, ότι η όγδοη δεκαετία της ζωής μου -που κατά το ηλικιακό προσδόκιμο προβλέπεται να είναι και η τελευταία του βίου μου-, θα έμοιαζε, τηρουμένων των εποχικών αναλογιών, με τη δεκαετία της γέννησής μου, της πείνας, των στερήσεων, των θανάτων, της εξαθλίωσης και της χαμένης ελπίδας.

Παρόλες όμως τις απογοητευτικές σκέψεις και εκτιμήσεις, προσδοκώ καλύτερες μέρες και εύχομαι το 2020 να είναι καλύτερη χρονιά, αν και οι προβλέψεις, η εμπειρία μου και η ηλικιακή μου σοφία δεν με αποτρέπουν να έχω τέτοιες εθιμικές ψευδαισθήσεις! Καλή χρονιά και καλύτερη η δεκαετία 2020-2030!

Χ.ΖΑΦ.



Πηγαίνοντας στη στάνη μας (εκεί που γεννήθηκα) με το μουλάρι.

Και για να έχετε μια σύγχρονη εικόνα της Κρανιάς Ελασσόνας, του χωριού που μεγάλωσα, δείτε μια χειμερινή και μια θερινή εικόνα της. Οι φωτογραφίες πάρθηκαν από το ίδιο σχεδόν σημείο, από την πλαγιά της Σουγλόπετρας, στο βάθος ο Όλυμπος. Το πατρικό μου βρίσκεται δίπλα στο Γυμνάσιο-Λύκειο, το μεγάλο τετράγωνο κτήριο. Ευγενική παραχώρηση του αγαπητού  συγχωριανού μου Χρήστου Πατούνα.



[Πρώτη ανάρτηση Δεκέμβρης 2016, τελευταία τροποποίηση Δεκέμβρης 2019]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου